Η ανασκαφή του Δυτικού Νεκροταφείου του Αρχοντικού

Κατά τη σωστική ανασκαφική έρευνα του έτους 2008 στο Δυτικό νεκροταφείο του Αρχοντικού Πέλλας υπό τη διεύθυνση των αρχαιολόγων της ΙΖ΄ ΕΠΚΑ Παύλου και Αναστασίας Χρυσοστόμου ήρθαν στο φως ακόμα σαράντα τρεις τάφοι από τους οποίους οι τέσσερις ήταν της εποχής του σιδήρου (β΄ μισό του 7ουαι.-580 π.Χ.), οι τριάντα μία ταφές των αρχαϊκών χρόνων (580-480 π.Χ.) και οι οκτώ των κλασικών-πρώιμων ελληνιστικών χρόνων (480-279 π.Χ.). Από τις ταφές των κλασικών και πρώιμων ελληνιστικών χρόνων εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι αυτή του κοριτσιού του πρώιμου ελληνιστικού τάφου Τ 714, που συνοδευόταν με χάλκινο επίχρυσο στεφάνι, τρία πήλινα αγγεία, ένα χάλκινο κάνθαρο και μια μοναδική πήλινη κεφαλή φυσικού μεγέθους της νεκρής, εξαιρετικής τέχνης.

Ο τάφος του πολεμιστή του τάφου Τ 741

Το Δυτικό Νεκροταφείο του Αρχοντικού. Ο τάφος του πολεμιστή του τάφου Τ 741.

Οι αρχαϊκές ταφές

Από τις αρχαϊκές ταφές οι είκοσι ήταν ανδρικές και οι έντεκα γυναικείες. Πέντε από τις ανδρικές ταφές ανήκαν στην πρώτη κατηγορία των πολεμιστών, οκτώ στη δεύτερη και εφτά στην τρίτη. Από τις ανδρικές ταφές ξεχωρίζουν οι εφτά της τρίτης κατηγορίας των πολεμιστών, που συνοδεύονταν με χάλκινο κράνος, σιδερένια όπλα (ξίφος, δύο αιχμές δοράτων και μαχαίρι), χρυσά, αργυρά, χάλκινα και σιδερένια κοσμήματα («εποφθάλμια», επιστόμια, επιστήθια, περόνες, δακτυλίδια, ταινίες και ελάσματα), σιδερένια ομοιώματα αγροτικής άμαξας, επίπλων, οβελών και κρατευτών, πήλινα ειδώλια θεοτήτων, συμποσιαστών, ζώων και πουλιών, καθώς και πήλινα και χάλκινα αγγεία.

Το χάλκινο κράνος, το χρυσό «εποφθάλμιο» και το χρυσό επιστήθιο

Οι αρχαϊκές ταφές. Το χάλκινο κράνος, το χρυσό «εποφθάλμιο» και το χρυσό επιστήθιο.

Ξεχωριστές για τον πλούτο τους είναι δύο γυναικείες ταφές της τρίτης κατηγορίας, που ήταν κτερισμένες με χρυσά, αργυρά, χάλκινα και σιδερένια κοσμήματα (διαδήματα, ρόδακες, σφηκωτήρες, ενώτια, επιστόμια, περιδέραια, περίαπτα, περόνες, δακτυλίδια, ταινίες και ελάσματα, γυάλινες, πήλινες και φαγεντιανές χάντρες, σιδερένια μαχαίρια, σιδερένια ομοιώματα αγροτικής άμαξας, πήλινα ειδώλια, καθώς και πήλινα, φαγεντιανά και χάλκινα αγγεία.

Τα χρυσά κοσμήματα της Δέσποινας του τάφου Τ 712

Οι αρχαϊκές ταφές. Τα χρυσά κοσμήματα της Δέσποινας του τάφου Τ 712.

Η ταφή της Δέσποινας του τάφου Τ 738.

Οι αρχαϊκές ταφές. Η ταφή της Δέσποινας του τάφου Τ 738.

Τα χρυσά κοσμήματα της Δέσποινας του τάφου Τ 738.

Οι αρχαϊκές ταφές. Τα χρυσά κοσμήματα της Δέσποινας του τάφου Τ 738.

Από τα χρυσά επιστόμια και ελάσματα των αρχαϊκών ταφών ενδιαφέροντα είναι αυτά με παραστάσεις όρθιων εραλδικών λιονταριών, ζώων που συμβολίζουν τη βασιλική δύναμη και εξουσία. Από τα άλλα κτερίσματα ενδιαφέροντα είναι οι μελανόμορφοι κορινθιακοί κρατήρες, αλλά και οι αττικίζοντες κρατήρες με ζώα και πουλιά (προϊόντα μαζικής παραγωγής των μέσων του 6ου αι. π.Χ. ενός εργαστηρίου της Χαλκιδικής, που μιμείται έργα του εργαστηρίου του Λυδού), καθώς και οι μελανόμορφες αττικές κύλικες (με ιππείς και πουλιά, ιππείς και νέους, διονυσιακές σκηνές).

Τα αποτελέσματα της ανασκαφής 2000-2008

Οι ταφές που ερευνήθηκαν στο Δυτικό νεκροταφείο κατά την περίοδο 2000-2008 σε μια έκταση δέκα στρεμμάτων (το 5% της συνολικής έκτασής του) ανέρχονται στις εννιακόσιες δεκαπέντε. Από αυτές οι διακόσιες τριάντα μία είναι της ύστερης εποχής του σιδήρου, οι τετρακόσιες σαράντα μία των αρχαϊκών χρόνων και οι διακόσιες τριάντα έξη των κλασικών και των πρώιμων ελληνιστικών χρόνων, ενώ άλλες εφτά θεωρούνται αδιάγνωστες. Η αναλογία των ταφών και το είδος των ευρημάτων υποδηλώνουν τη δημογραφική και οικονομική ακμή του οικισμού κυρίως κατά τα αρχαϊκά χρόνια. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε λακκοειδείς κυρίως τάφους κατά οικογενειακές συστάδες και γένη, που ορίζονταν από ενδιάμεσα κενά και εξυπηρετούνταν από δρόμους. Οι συστάδες περιλάμβαναν διαχρονικές ταφές των ίδιων κοινωνικών ομάδων, που χρονολογούνται από την ύστερη εποχή του σιδήρου έως και τα πρώιμα ελληνιστικά χρόνια (7ος-279 π.Χ.). Οι συστάδες διαφοροποιούνται μεταξύ τους όχι μόνο ως προς τον πλούτο ή την ένδεια των κτερισμάτων, αλλά και προς το είδος, τον αριθμό και την υπεροχή ή όχι των εγχώριων ή επείσακτων αντικειμένων. Η διαφοροποίηση στα μεγέθη των ορυγμάτων των αρχαϊκών τάφων συνδυάζεται και με σημαντικότερη κτέριση των νεκρών, που ήταν τοποθετημένοι εκτάδην σε ξύλινες σαρκοφάγους. Οι ταφές των επιφανών νεκρών συνήθως προστατεύονταν με φράγματα λίθων. Oι πρωτογενείς ή δευτερογενείς καύσεις και οι εγχυτρισμοί, καθώς και οι ανακομιδές είναι περιορισμένες, ενώ σπάνια παρατηρούνται διπλές ταφές. Οι γυναίκες ήταν θαμμένες με την κεφαλή στα ανατολικά, στα βόρεια ή στα νότια (ποτέ στα δυτικά), ενώ οι άνδρες με την κεφαλή στα δυτικά, στα βόρεια ή στα νότια (ποτέ στα ανατολικά).

Νεκρική μάσκα, νεκροταφείο Εποχής Σιδήρου, Αρχοντικό Γιαννιτσών.Death mask, Iron Age cemetery of Archontiko.

Αρχοντικό Γιαννιτσών. Νεκρική μάσκα, νεκροταφείο Εποχής Σιδήρου.

Αρχοντικό Γιαννιτσών

Αρχοντικό Γιαννιτσών.

Οι ανδρικές ταφές

Στις ανδρικές ταφές κυριαρχεί η σιδηροφορία, γνωστή επίσης κατά το ίδιο χρονικό διάστημα στους Ηπειρώτες και στους Θεσσαλούς. Οι διαφοροποιήσεις στον αριθμό των όπλων, αλλά και των υπολοίπων κτερισμάτων, κατατάσσουν τις ένοπλες ταφές σε τέσσερις κατηγορίες: Στην πρώτη κατηγορία εντάσσονται οι πολεμιστές με λόγχες και μαχαίρια, οι οποίοι κτερίζονται επιπλέον με πήλινα αγγεία. Στη δεύτερη κατηγορία, στις λόγχες και τα μαχαίρια προστίθεται το ξίφος και εκτός από τα πήλινα αγγεία συμποσίου και αρωμάτων σε μεμονωμένα παραδείγματα εμφανίζονται πήλινα ειδώλια και χάλκινα αγγεία (φιάλη, λέβητας και οινοχόη) και κοσμήματα, που είναι συνήθως περόνες χάλκινες ή σιδερένιες, καθώς και χρυσά επιστόμια. Στην τρίτη κατηγορία, εκτός από την αυξημένη ποσοτική παρουσία κτερισμάτων κάθε κατηγορίας, ο πολεμιστής συνοδευόταν επιπλέον με χάλκινο κράνος και χρυσό επιστόμιο. Μερικοί έφεραν χρυσά «εποφθάλμια» και μόνο τρεις χρυσό στέμμα. Τα όπλα, ο δερμάτινος θώρακας, τα ενδύματα και τα υποδήματα των πολεμιστών ποικίλλονταν με έκτυπα χρυσά ελάσματα, ειδικά κατασκευασμένα για την ταφική χρήση. Οι ανδρικές ταφές της τέταρτης κατηγορίας (πρόκειται για υψηλόβαθμους στρατιωτικούς αξιωματούχους) συνοδεύονταν με πλήρη αμυντικό και επιθετικό εξοπλισμό (ασπίδα, κράνος, ξίφος ή ξίφη, αιχμές δοράτων και μαχαίρια). Εκτός των άλλων πολυπληθών κτερισμάτων συνοδεύονταν με χρυσό προσωπείο (Εικ. 6).

Το χρυσό προσωπείο και το χάλκινο κράνος του πολεμιστή του τάφου.

Οι ανδρικές ταφές. Το χρυσό προσωπείο και το χάλκινο κράνος του πολεμιστή του τάφου.

Οι γυναικείες ταφές

Οι πλούσιες γυναίκες έφεραν χρυσά στέμματα ή χρυσά, δερμάτινα ή υφασμάτινα με επικολλημένους χρυσούς ρόδακες ταινιωτά διαδήματα, χρυσoύς σφηκωτήρες, χρυσές «σύριγγες», χρυσά ενώτια (ταινιωτά με άνθος στο άκρο τους ή αργυρά σχήματος ωμέγα), καθώς και χρυσά προσωπεία. Το στόμα των γυναικών καλυπτόταν με χρυσό επιστόμιο, στις περιπτώσεις που δεν υπήρχε προσωπείο. Σε μερικές ταφές, η παρουσία του χρυσού επιστομίου, αλλά και του χρυσού ομοιώματος οφθαλμών με διακόσμηση οφθαλμών ή ροδάκων επιβεβαιώνουν ότι αυτά υποκαθιστούσαν τα προσωπεία. Τα περιδέραια στις πλούσιες ταφές κατασκευάζονται από χρυσές, αργυρές, κεχριμπαρένιες, φαγεντιανές ή γυάλινες χάντρες. Τα χρυσά ή αργυρά περίαπτα είναι σφαιρικά, κωνικά, κυλινδρικά, πυραμιδωτά, αγγειόσχημα κτλ. Τα ενδύματα διακοσμούνταν με χρυσά, αργυρά, χάλκινα, σιδερένια και οστέινα κοσμήματα (αλυσίδες, περόνες, πόρπες, ρόδακες, ταινίες και ελάσματα), με γυάλινες και φαγεντιανές χάντρες, τα χέρια με βραχιόλια και δακτυλίδια, ενώ τα υποδήματα χρυσούς ρόδακες και ελάσματα.

Τύποι εγχώριοι, αλλά και ιωνικοί, σαμιακοί, ροδιακοί και άλλων εργαστηρίων εκπροσωπούνται στο μεγάλο αριθμό των πήλινων ειδωλίων (θεοτήτων, ανδρικών και γυναικείων μορφών, σειρήνων, ζώων και πουλιών). Τα φαγεντιανά ειδώλια (θεοτήτων, ανθρώπινων μορφών και ζώων), αλλά και τα γυάλινα αγγεία είναι ροδιακής ή ανατολικής προέλευσης. Τα πήλινα αγγεία, παλαιά σχήματα, όπως οι πρόχοι, οι κανθαροειδείς κοτύλες και οι οινοχόες εμφανίζονται συχνά, και γενικότερα ιδιαίτερη δυναμική εμφανίζει η εγχώρια κεραμική και σε άλλα σχήματα (λέβητες, κρατήρες, υδρίες, πρόχοι, λεκάνες, κάνθαροι, κύπελλα, εξάλειπτρα, καρχήσια και άλλα). Μεγάλος αριθμός αγγείων έχει εισαχθεί από τα νησιά του Αιγαίου και των παραλιακών μικρασιατικών πόλεων (συμποτικά αγγεία, όπως κρατήρες, αμφορείς, οινοχόες, μπούκερο οινοχοϊσκες, κύλικες και φιάλες, ιωνικές κύλικες, χιακοί κάλυκες, αγγεία για αρώματα, όπως αρύβαλλοι, εξάλειπτρα, αλάβαστρα κ.ά.). Μελανόμορφοι αττικίζοντες αμφορείς και κρατήρες με ζώα και πουλιά ή με φυτική διακόσμηση είναι προϊόντα εργαστηρίων της Χαλκιδικής. Πολυπληθή είναι τα αγγεία από την Αθήνα (αμφορείς και αμφορίσκοι, αλάβαστρα, κύλικες, σκύφοι, καρποδόχοι, λεκανίδες, λήκυθοι, πλημοχόες, οινοχόες και οινοχοϊσκες, υδρίσκες κ.ά.) και την Κόρινθο (κρατήρες, κοτύλες, εξάλειπτρα, αμφορίσκοι, αρύβαλλοι, οινοχόες, πυξίδες κ.ά.). Τα χάλκινα αγγεία (λέβητες, οινοχόες, πρόχοι, εξάλειπτρα, υδρίες, κάνθαροι, κύλικες, λεκανίδες, πυξίδες, φιάλες και σκύφοι) είναι κατασκευασμένα από περιοδεύοντες τεχνίτες ή εισαγμένα από την Κόρινθο. Εξαιρετικής τέχνης είναι οι επίχρυσες αργυρές ομφαλωτές φιάλες, αλλά και οι χάλκινες επάργυρες. Τα μεταλλικά ομοιώματα επίπλων, σκευών και αγροτικών αμαξών (οι δίτροχες στους άνδρες και οι τετράτροχες στις γυναίκες) συναντώνται στις πλούσιες ταφές της τρίτης και της τέταρτης κατηγορίας, όπως τα μαχαίρια και οι «μίτρες». Η ισχυρή πίστη για τη μεταθανάτια ζωή και την αναγέννηση βρίσκεται πίσω από την ταφική χρήση των χρυσών προσωπείων, των στεμμάτων, των διαδημάτων, των «εποφθαλμίων», των επιστομίων, των χειροκτίων, των ταινιών και των ελασμάτων, καθώς και των άλλων κτερισμάτων.

Το είδος, η ποσότητα και η ποιότητα των κτερισμάτων πιστοποιούν τα ταφικά έθιμα, το φύλο, τις οικονομικές δυνατότητες και την κοινωνική θέση των νεκρών. Αποτελούν δηλαδή τεκμήρια υψηλού βιοτικού επιπέδου και προσωπικού-κοινωνικού κύρους. Ο νεκρός ενταφιάζεται βάσει ενός τελετουργικού, που πιστοποιεί πυραμιδωτή κοινωνική οργάνωση. Ορισμένοι πολεμιστές εντυπωσιάζουν με τα σύμβολα της υπεροχής τους και την τεχνολογία του οπλισμού τους, αποτελώντας εξαιρετικά παραδείγματα ταφών της αρχαϊκής περιόδου στο μακεδονικό χώρο, που μαζί με τις πλούσιες γυναικείες υποδεικνύουν τον ηρωικό χαρακτήρα και τον ηγετικό ρόλο ορισμένων οικογενειών της στρατιωτικής αριστοκρατίας του Αρχοντικού, που ήλεγχαν και ρύθμιζαν την ανταλλαγή των αγαθών, ασκώντας ένας είδος οικονομικής εξουσίας, ικανής να αποδώσει εξαιρετικά πλούσια αγαθά πολιτισμού.
;
Ο οικισμός του Αρχοντικού, που βρίσκεται σε απόσταση 5 χλμ. από την Πέλλα και 10 χλμ. από τον Αξιό, κατοικείται από την αρχαιότερη νεολιθική περίοδο (6η χιλιετία) έως και τα υστεροβυζαντινά χρόνια (14ος αι.). Κατά τη διάρκεια των προϊστορικών και των ιστορικών χρόνων έως και το τέλος του 5ου αι. π.Χ., όταν η Πέλλα επιλέχθηκε από τον βασιλιά Αρχέλαο (τέλος 5ου αι. π.Χ.) ως νέα πρωτεύουσα της Μακεδονίας, αποτελούσε τη σημαντικότερη πόλη της βόρειας Βοττιαίας (περιοχή μεταξύ των ποταμών Αξιού και Λουδία). Το αστικό αυτό κέντρο, το όνομα του οποίου δεν έχει ακόμα πιστοποιηθεί επιγραφικά, ήταν ιδρυμένο στο μέσο της εύφορης περιοχής της βόρειας Βοττιαίας (της χώρας των βουκόλων), πάνω στο σταυροδρόμι των βασικών οδικών αξόνων της Κάτω Μακεδονίας και κοντά στην τότε ακτογραμμή του Θερμαϊκού Κόλπου, αποτελώντας νευραλγικό σημείο ελέγχου και ορμητήριο των Αργεάδων Μακεδόνων με επικεφαλής τους Τημενίδες. Η χρονολόγηση των παλαιότερων τάφων των ταφικών συστάδων του δυτικού νεκροταφείου του Αρχοντικού πιστοποιεί ότι η εγκατάσταση των Μακεδόνων στην περιοχή είχε γίνει ήδη στο β΄ μισό του 7ου π.Χ. Οι παλαιότεροι αρχαϊκοί τάφοι των νεκροταφείων του Αρχοντικού και των άλλων αστικών κέντρων (Αιγών, Βέροιας, Μίεζας, Έδεσσας) της Κάτω Μακεδονίας με προϊόντα τέχνης από τη Χαλκιδική, τη νότια Ελλάδα, τα νησιά του Αιγαίου και την Ιωνία χρονολογούνται γύρω στο 580 π.Χ. Υπάρχει δηλαδή άνοιγμα της μακεδονικής αγοράς και της οικονομίας από την αρχή της βασιλείας του Αλκέτα, πατέρα του Αμύντα Α΄. Μετά από αυτό το χρονικό όριο επιβεβαιώνεται η πρόσβαση του πληθυσμού σε σταθερά μεγάλες ποσότητες ειδών πολυτελείας και πρώτων υλών, πιστοποιώντας την ανάπτυξη στη μακεδονική κοινωνία πολυσύνθετων μορφών οργάνωσης. Η απόκτηση τέτοιων αγαθών προϋποθέτει πρόσβαση σε νέες πηγές πλούτου (εδάφη, μεταλλεία, εμπόριο κτλ.), παραγωγή πλεοναζόντων προϊόντων και πολιτική οργάνωση με την ενίσχυση και εδραίωση της δυναστείας των Τημενιδών. Η πρώιμη επέκταση των Μακεδόνων (από το 650 π.Χ. και μετά), οφείλεται στη στρατιωτική οργάνωση της μακεδονικής κοινωνίας και κατά συνέπεια της δημιουργίας του πυρήνα του εθνικού στρατού («της εταιρικής ίππου, της οπλιτικής φάλαγγας και του ψιλού πεζικού»).

Το κείμενο και οι φωτογραφίες προέρχονται από το δελτίο τύπου του Υπουργείου Πολιτισμού στις 10.09.2008

Διαβάστηκε 20615 φορές